κιτράλη

κιτράλη
η
χημ.
οργανική χημική ένωση, μονοτερπενική αλδεΰδη, γνωστή και με τη συστηματική ονομασία 3, 7-διμεθυλο-2,6-οκταδιενάλη, η οποία απαντά στα αιθέρια έλαια τού λεμονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. citral < citr- (< λατ. citrum «κίτρον») + κατάλ. -al (κατ' απόσπαση από τη λ. alcohol), που στη χημική ορολογία δηλώνει την παρουσία αλδεϋδομάδας -CH=O].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -αλη — Χημ. κατάληξη οργανικών ενώσεων που περιέχουν αλδεϋδομάδα ( CH = Ο) στο μόριό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικής προελεύσεως κατάληξη, με την οποία σχηματίζονται στην επιστημονική ορολογία όροι χημικών συστατικών, σύνθετων με αλδεΰδες, απ όπου αποσπάστηκε το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”